- κεντρωνάριον
- κεντρωνάριον, τὸ (Α)πάπ. θήκη, κιβώτιο για τοποθέτηση κεντρώνων*, δηλ. καθαριστήρων τής γραφίδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρων + κατάλ. -άριον (< λατ. -arium), πρβλ. εξεμπλ-άριον, φαν-άριον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεντρωνάριον — case for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)